- χριστιανισμός
- Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας.
Ο χ. μπορεί να εξεταστεί από πολλές απόψεις. Ως μονοθεϊστική θρησκεία: δέχεται ένα Θεό μοναδικό, δημιουργό του κόσμου και σωτήρα του ανθρώπινου γένους. Ως θρησκεία εξ αποκαλύψεως: ο Θεός αποκαλύπτει το τριαδικό του μυστήριο (Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα). Ως θρησκεία σωτηρίας: η λέξη Χριστός, που αντιστοιχεί στην εβραϊκή λέξη μεσσίας ή κεχρισμένος, εκφράζει το γεγονός της ενσάρκωσης του Θεού για χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου από το κακό και από τον θάνατο. Ως πρόσκληση προς μετάνοια: οι άνθρωποι καλούνται να αλλάξουν ζωή, να αναζητήσουν τον αληθινό θησαυρό του ανθρώπινου προορισμού, που είναι η γνώση του Θεού, η ελπίδα σε αυτόν, η ανάγκη γι’ αυτόν και για τον πλησίον τους: δυο εντολές που στην ουσία τους ταυτίζονται. Τέλος ο χ. μπορεί να θεωρηθεί ως προς τις σχέσεις του με τους πολιτισμούς: ενσωματώνεται σε αυτούς και τους επηρεάζει ουσιαστικά.
Οι απόψεις αυτές επιτρέπουν να συλλάβουμε τον χ. στις διαφορές του από τον ιουδαϊσμό, τον ισλαμισμό ή και από τις ειδωλολατρικές και φυσικές θρησκείες. Ο χ. βγήκε από τον ιουδαϊσμό: ο Χριστός ευθύς εξαρχής κήρυξε ότι ήρθε να συμπληρώσει τον Νόμο του Μωυσή και των Προφητών· και να ολοκληρώσει τη διδασκαλία της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Έτσι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας που είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, ο οποίος ήρθε για να φέρει τη νέα προσέγγιση Θεού και ανθρώπων, τη συμφιλίωση με την ολοκληρωτική του θυσία. Υποσχέθηκε ακόμα ότι θα ξαναγυρίσει στο τέλος των αιώνων για την τελική κρίση σε μια Παρουσία δόξας, που θα εγκαινιάσει νέους ουρανούς και νέα γη. Η ιουδαϊκή θρησκεία, όπως διατηρήθηκε έξω από τον χ., δεν αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία, που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ. Η διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών στο ζήτημα της Επαγγελίας αυτής, είναι ότι οι πρώτοι περιμένουν ακόμα τον ερχομό του Μεσσία, ενώ οι δεύτεροι την επάνοδό του. Όσο για τον ισλαμισμό, που στηρίζεται στο Κοράνιο και παρουσιάστηκε 6 αι. μετά τον Χριστό, αναγνωρίζει τον Ιησού τουλάχιστον ως ένα προφήτη και εκδηλώνει συχνά βαθύτατο σεβασμό για τη μητέρατου, αλλά μένει επίμονα αδιάφορος για τις έννοιες της Τριάδας και της Ενσάρκωσης, που αποτελούν βασικά στοιχεία της χριστιανικής αποκάλυψης. Ιουδαίοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, παρ’ όλες τις σημαντικές διαφορές τους, έχουν κοινό τον σεβασμό προς τον Αβραάμ, πρώτο μονοθεϊστή και πατέρα των πιστών. Σχετικά με τις λεγόμενες ειδωλολατρικές (ή παγανιστικές) ή φυσικές θρησκείες, που είναι η πρώτη και γενική μορφή θρησκείας (λατρείες της φύσης, αγροτικές γιορτές, αφρικανικός ανιμισμός ή περιπλοκότερες μορφές, όπως ο πανθεϊσμός της Ινδίας), ο χ. δεν παρουσιάζεται πάντα ως απόλυτη αντίθεση. Παραδέχεται ότι ο Θεός μιλάει στους ανθρώπους διαμέσου του Κόσμου, τον οποίο δημιούργησε, όπως και διαμέσου του πνεύματος του ανθρώπου και της ηθικής του συνείδησης. Οι ειδωλολατρίες έχουν ένα προαίσθημα της θείας αυτής παρουσίας και το εκφράζουν με τις κοσμικές θρησκείες, όπως π.χ. στη διαμαρτυρία της Αντιγόνης που επικαλείται ένα νόμο ανώτερο από τους νόμους της Πολιτείας. Αλλά ο χ. αποκρούει τον πολυθεϊσμό, που είναι γι’ αυτόν η κοινή πλάνη των κοσμικών θρησκειών, καθώς και τον πανθεϊσμό, που είναι ο μεταφυσικός πειρασμός. Αυτή είναι η δυσκολία στην οποία ο χ. προσέκρουσε στον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο και που συναντά ακόμα, π.χ. στην Ινδία, πατρίδα ενός πανθεϊσμού, για τον οποίο κάθε ανθρώπινη ψυχή (ατμάν), δεν είναι παρά μια μορφή της παγκόσμιας ψυχής (βραχμάν). Έναντι του ανθρώπινου αυτού πόθου για λύτρωση, που εκφράζουν οι θρησκείες αυτές, ο χ. προσφέρει τη θετική αποκάλυψη, που παρουσιάζεται όχι ως μια θρησκεία ανάμεσα στις άλλες, αλλά ως γεγονός-απάντηση: ο Θεός μπήκε στην ιστορία με την ενσάρκωσή του στο πρόσωπο του Χριστού, που πήρε επάνω του τον πόνο και τον θάνατο για να τα μεταβάλει σε χαρά και ανάσταση. Έτσι εκφράζεται στη χριστιανική αντίληψη το σχέδιο του Θεού, που είναι συγχρόνως σχέδιο συνένωσης των τέκνων του Θεού τα οποία διασκορπίστηκαν.
Ο χ., στην ιστορική του εξέλιξη, αποτελείται πρώτ’ απ’ όλα από μια πνευματική ζωή, που κοινωνείται. Από την άποψη αυτή συνεπάγεται δυο κινήσεις. Η μία είναι αποστολή στον κόσμο: «καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς». Αυτό προτρέπει τους Αποστόλους, μετά την Πεντηκοστή, να ξεκινήσουν δυο δυο στους δρόμους της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο. Η άλλη είναι μια κίνηση επιστροφής στον Πατέρα, κίνηση προσφοράς και λατρείας. Οι δύο κινήσεις συνδέονται μεταξύ τους και αυτό έχει ως συνέπεια, από το ένα μέρος, ότι η πρώτη δεν οδηγεί στο λίμνασμα μέσα στον κόσμο (οι Απόστολοι είναι εντός του κόσμου χωρίς να είναι του κόσμου) και, από το άλλο, η δεύτερη δεν είναι φυγή από τα ανθρώπινα καθήκοντα. Αυτά νοούνται κάτω από το φως του τελικού σκοπού της ζωής. Η Ευχαριστία βρίσκεται στο κέντρο αυτής της πνευματικής πορείας: ο άρτος που μοιράζεται –επανάληψη του Μυστικού Δείπνου– είναι ο Θεός, που ενώνεται, διαμέσου του Υιού, με κάθε πιστό. Είναι ακόμα το σύνολο των πιστών που κοινωνούν με τον Θεό, επιστρέφοντας στον Πατέρα διαμέσου του Υιού, στην ενότητα του Πνεύματος. Ο χ. έχει λοιπόν μια προσωπική διάσταση: ζητάει από κάθε άνθρωπο να ανταποκριθεί στην εντολή που περιλαμβάνεται σε αυτές τις δύο κινήσεις: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν». Στον δρόμο αυτό της ατομικής αγιότητας, ο χ. καλεί τον πιστό σε διαρκή εγρήγορση ώστε να αποφύγει την εσωτερική δουλεία. Ωστόσο στη ζωή αυτή μπορεί κανείς να εκπέσει και να πεθάνει πνευματικά εξαιτίας της αμαρτίας, που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, παρασύροντάς τον, κατά την έκφραση του Aγίου Αυγουστίνου, «προς τη χώρα της ανομοίωσης». Αλλά η μετάνοια και η συγγνώμη του Θεού αναγεννά τα όντα, τα στρέφει πάλι στον αληθινό προορισμό τους. Ο χ. συνεπάγεται επιπλέον μια κοινοτική διάσταση: εταίροι του Θεού, οι άνθρωποι γίνονται εταίροι και μεταξύ τους. Η ενότητα της ανθρώπινης οικογένειας βρίσκει εδώ τον δρόμο της πραγματοποίησής της, αφού υπερπηδά τις διαφορές των κοινωνικών τάξεων, των εθνών και των φυλών. Τη διάσταση αυτή εκφράζει κυρίως η Εκκλησία (Συνέλευση στα αρχαία ελληνικά).
Συγκεκριμένα, αυτή η συνέλευση ή κοινότητα των πιστών δεν χαρακτηρίζεται μόνο από ένα κοινό πνευματικό σύνδεσμο. Αποτέλεσε εξαρχής ένα θεσμό, που έπρεπε να λειτουργήσει μέσα στη σύγχρονή του κοινωνία.
Στην αρχή, ο χ. ως πνεύμα και ως θεσμός, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του αρχαίου κόσμου. Επειδή αρνήθηκε να προσφέρει στον Καίσαρα ό,τι ανήκε στον Θεό, επειδή αρνήθηκε δηλαδή τη λατρεία του αυτοκράτορα ως ιερού προσώπου, καταδιώχτηκε ως ανατρεπτική αίρεση, που υπονόμευε τη δημόσια τάξη. Ήταν η εποχή των πρώτων μαρτύρων που ρίχτηκαν στις φυλακές, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, όχι μόνο γιατί αρνιόνταν να θυσιάσουν στους θεούς της Ρώμης, κυρίως την αυτοκρατορική θεότητα, αλλά και γιατί αναγνώριζαν την ίδια ηθική αξία στον δούλο και στον κύριο. Αλλά το αίμα των μαρτύρων ήταν ένας σπόρος και η διάδοση του χ. συνεχίστηκε, για να φτάσει τον 3o αι. έως τα ακραία όρια της αυτοκρατορίας. Τότε μια σημαντική πράξη άλλαξε τις σχέσεις του χ. και της κοσμικής εξουσίας: το 313, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, το έδικτο του Μιλάνου κήρυξε την ανοχή του χ. από την αυτοκρατορία. Η ανοχή αυτή μεταβλήθηκε γρήγορα σε υποστήριξη. Η αμφίβολη μορφή αυτής της καιροσκοπικής υποστήριξης κορυφώθηκε επί Θεοδοσίου, όταν ο χ. ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία του κράτους (380).
Έτσι από τους πρώτους αιώνες της διάδοσής του ο χ. γνώρισε δυσκολίες προσαρμογής και συνύπαρξης, που θα ξαναπαρουσιαστούν σε διαφορετικές στιγμές και διαφορετικούς τόπους κατά τη μετέπειτα ιστορία του, ανάλογα με τη συμπεριφορά της πολιτικής εξουσίας και των ίδιων των χριστιανών: κατάσταση διωγμού, κατάσταση ανοχής μέσα σε μια πολύμορφη κοινωνία ή κατάσταση συμβίωσης με μια προστατευτική εξουσία.
Αυτές οι μορφές σχέσης μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, με τους πειρασμούς που περικλείουν, αφορούν εξίσου τους καθολικούς, τους διαμαρτυρόμενους και τους ορθόδοξους, είτε πρόκειται για φεουδαρχικές, μοναρχικές ή δημοκρατικές πολιτικές εξουσίες. Η επιρροή του χ. πάνω στους πολιτισμούς είχε ως αντίβαρο κοινωνιολογικές προσχωρήσεις, που μπορεί να είναι συμβιβασμοί ή αντιδράσεις. Η περίπλοκη αυτή ιστορία είναι γεμάτη συγκρούσεις: τον Μεσαίωνα η σύγκρουση μεταξύ κλήρου και αυτοκρατορίας, οι τραγωδίες της Ιεράς Εξέτασης, τα κακουργήματα των Σταυροφοριών. Στους νεότερους χρόνους οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ο γαλλικανισμός, η αστική θέση του κλήρου. Και σήμερα, προβλήματα όπως ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, ή των κονκορδάτων.
Επίσης ο χ., στην ιστορία του, γνώρισε εσωτερικές διαμάχες: δογματικές διαφωνίες, συγκρούσεις και σχίσματα. Από τους πρώτους αιώνες εμφανίστηκαν ποικίλες αιρέσεις. Τότε, με όργανο την ελληνική φιλοσοφία, οι ιεράρχες των Οικουμενικών Συνόδων οργάνωσαν το δογματικό σύστημα του χ. Στη σύνοδο της Νικαίας π.χ., το 325, καταδικάστηκε η διδασκαλία του Αρείου, κατά την οποία ο Χριστός δεν ήταν ο ίδιος Θεός, αλλά δημιούργημα του Θεού. Η σύνοδος της Εφέσου, το 431, καταδίκασε τη διδασκαλία του Νεστόριου, που δεν δεχόταν την ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού. Η σύνοδος της Χαλκηδόνας, το 451, απέρριψε τη διδασκαλία του Ευτυχούς, κατά την οποία, αντίθετα, ο Χριστός είχε μία μόνο φύση, τη θεία (μονοφυσιτισμός).
Τον 6o όμως αι., μονοφυσίτες έφυγαν από το Βυζάντιο και σχημάτισαν αυτόνομες Εκκλησίες: οι Σύροι, οι Μαλαμπάρ των Ινδιών, οι Κόπτες της Αιγύπτου και της Αβησσυνίας. Τον 11o αι. ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα πρωτεία του πάπα και η Ανατολική Εκκλησία (που από τότε ονομαζόταν ορθόδοξη) χωρίστηκε από τη Ρώμη. Η ορθοδοξία είναι σήμερα η θρησκεία που επικρατεί στην Ελλάδα και σε όλες τις βαλκανικές και σλαβικές χώρες. Toν 16o αι., εξαιτίας των καταχρήσεων του καθολικού κλήρου, των νέων πνευματικών αντιλήψεων που έφερε η Αναγέννηση και των εθνικών αισθημάτων που άρχισαν να δημιουργούνται, προήλθε η Μεταρρύθμιση, από την οποία γεννήθηκε ο προτεσταντισμός (Διαμαρτύρηση) και οι Εκκλησίες του: η λουθηρανική Εκκλησία στις γερμανικές χώρες και η καλβινική Εκκλησία, της οποίας διάφοροι κλάδοι εμφανίστηκαν στην Ελβετία, στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες. Η Εκκλησία της Αγγλίας, που διεκδικεί και αυτή τη δογματική και διοικητική ανεξαρτησία της, ονομάστηκε Αγγλικανική Εκκλησία. Αλλά και ο καθολικισμός πραγματοποίησε τη δική του Αντιμεταρρύθμιση με τη σύνοδο του Τρέντο (1545).
Έπειτα από τη μακρά αυτή περίοδο των αντιθέσεων και των συγκρούσεων οι διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες, ήδη από τις αρχές του 20ού αι., άρχισαν να αναζητούν το τί κοινό έχουν μεταξύ τους. Έτσι γεννήθηκε το οικουμενικό κίνημα, του οποίου η απήχηση ήταν κολοσσιαία: αν δεν εξαφάνισε τις δογματικές διαφορές, δημιούργησε ένα νέο κλίμα, έδωσε αφορμή σε αδελφικές συναντήσεις, βοήθησε στην αμοιβαία κατανόηση των βασικών δεδομένων.
Σταθμοί στην κατεύθυνση αυτή της αμοιβαίας προσέγγισης των Εκκλησιών πρέπει να θεωρηθούν η B’ Σύνοδος του Βατικανού (1962-66) και η Διάσκεψη του Οικουμενικού Συμβουλίου των Εκκλησιών στην Ουψάλα (1968). Σήμερα υπολογίζεται ότι πιστεύουν στον χ. ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι, από τους οποίους 571 εκατ. είναι καθολικοί, 230 ανήκουν σε διάφορες Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες και 160 εκατ. ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Όποια και αν ήταν, μέσα στις περιπέτειες της χριστιανικής ιστορίας, τα ελαττώμματα και τα σφάλματα των ανθρώπων, είναι δύσκολο να μην αναγνωριστεί ότι ο χ. έπαιξε σημαντικό ρόλο στο φαινόμενο του πολιτισμού. Προσέφερε στους πολιτισμούς, τους οποίους συνάντησε στην πορεία του προς την παγκοσμιότητα, ένα σύστημα αναφοράς και ένα συντελεστή επιρροής, μια απήχηση που αποτελεί το συμπλήρωμα της πνευματικής ζωής του. Δέχεται μέσα του κάτι από τους πολιτισμούς αυτούς και, από την άποψη αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ως αντανάκλασή τους. Συγχρόνως όμως έπαιξε τον ρόλο της ζύμης. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτό τον ρόλο της προσαρμογής και της μεταμόρφωσης στην ευρωπαϊκή ιστορία, αν και η ιστορία του χ. δεν συμπίπτει με αυτήν. Έτσι επέδρασε στο πεδίο της σκέψης και του πολιτισμού. Η φιλοσοφία π.χ. επηρεάστηκε από τις χριστιανικές ιδέες περί της δημιουργίας και του τελικού σκοπού του κόσμου, περί του ανθρώπου ως κέντρου ευθύνης. Επηρεάστηκε επίσης από τη χριστιανική αντίληψη για την ελευθερία, κατά την οποία η αμαρτία δεν είναι ένα ανέκκλητο βάρος, όπως η μοίρα των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, αλλά μπορεί να επανορθωθεί με την προσφυγή στον Σωτήρα, προσφυγή την οποία ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πραγματοποιήσει ή όχι.
Τέλος, ο χ. επηρεάζει τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα του πολιτισμού. Με την παγκοσμιότητά του, χωρίς να αρνείται την έννοια της πατρίδας και του έθνους, ξεπέρασε την αντίληψη των κλειστών κοινωνιών της αρχαιότητας. Εξαίροντας, από τότε που εμφανίστηκε, την πνευματική αξία κάθε ανθρώπινου όντος έναντι του Θεού, προετοίμασε τους συντελεστές που οδήγησαν στην κατάργηση της δουλείας. Αποτελεί από τη φύση του μια αμφισβήτηση –που υπονοείται ή καταπνίγεται– κάθε κοινωνικής τάξης που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δέχεται τον εξευτελισμό του ανθρώπου. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση της γυναίκας: ενώ ο αρχαίος κόσμος έβλεπε τη γυναίκα ως εταίρα ή ως μητέρα πολεμιστών, ο χ. ανύψωσε τη θέση της με το μυστήριο του γάμου, όπως και με την αντίληψη της παρθενίας. Κήρυξε την αξιοπρέπεια των φτωχών, τα καθήκοντα των πλουσίων, τις απαιτήσεις των αρετών της δικαιοσύνης και της ευσπλαχνίας. Κήρυξε την αγάπη και την περίθαλψη των ασθενών, των φυλακισμένων και των εξορίστων. Στα φιλανθρωπικά έργα προσέθεσε τα εκπαιδευτικά, τα σχολεία του και τα πανεπιστήμιά του, που, στον Μεσαίωνα, προετοίμασαν τη σύγχρονη ανώτερη παιδεία. Στο πολιτικό πεδίο, μια από τις προσφορές του ήταν η διάκριση μεταξύ Θεού και Καίσαρα, που ανοίγει τον δρόμο των πολιτικών ελευθεριών. Ακόμα και αν η ιστορία του χ. συχνά την παρέβλεψε ή την αποσιώπησε τραγικά, η διάκριση αυτή, που την αγνοούσαν οι ειδωλολατρικές θρησκείες της αρχαιότητας και ο παραδοσιακός ισλαμισμός, έχει κολοσσιαία σημασία. Κατά τον ίδιο τρόπο ο χ. επηρέασε το δίκαιο: γι’ αυτόν δεν μπορεί το κράτος να είναι μόνη πηγή δικαίου. Ο άγραφος νόμος, που βρίσκεται πάνω από τους νόμους του κράτους και τον οποίο διέκρινε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, καθορίστηκε ως γραπτός νόμος του λαού του Θεού που ο Χριστός ήρθε να εφαρμόσει στην απόλυτη τελειότητά του. Η έκκληση του χ. για μια αληθινή διεθνή νόμιμη τάξη, που στηρίζεται στα δικαιώματα των προσώπων και των εθνών, αποκτά νέα έννοια στην εποχή μας, που γνωρίζει τόσο την αλληλεξάρτηση των λαών, όσο και την ατομική απειλή. Το οικουμενικό κίνημα δίνει νέα διάσταση στις χριστιανικές αρετές.
Καθολική λειτουργία στην Αγ. Αικατερίνη της Βηθλεέμ (φωτ. ΑΠΕ).
Ορθόδοξοι χριστιανοί προσκυνούν στο σημείο όπου σύμφωνα με την παράδοση έγινε η αποκαθήλωση του Ιησού, στα Ιεροσόλυμα (φωτ. ΑΠΕ).
Ο χριστιανισμός, μετά το διάταγμα του Κωνσταντίνου (313), διαδόθηκε γρήγορα και, συχνά, όχι αναίμακτα. Οι ζωγράφοι όμως της εποχής είδαν στις μάχες για τη διάδοσή του, επέμβαση θεϊκή, με τη συμμετοχή σ’ αυτές και αγγέλων. Εδώ, «Η μάχη του Πόντε Μίλβιο», τοιχογραφία στο Βατικανό.
«Ειδωλολάτρης βαφτίζεται χριστιανός», τοιχογραφία του 14ου αιώνα στη Σάντα Μαρία Ρετζίνα της Νεάπολης.
* * *ο, Ν1. θρησκειολ. η θρησκεία που κήρυξε ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του2. το σύνολο τών χριστιανών, η χριστιανοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.